έξοδος

έξοδος
η
1) выход, выезд (действие и место);

έξοδ του θεάτρου (κήπου) — выход из театра (сада);

έξοδος κινδύνου — запасный выход;

έξοδος εκ τού οίκου — выход из дома;

έξοδος εις την ξηράν — выход на берег;

2) воен, вылазка;
3) уход, увольнение (из казармы, на берег, с работы и т. п.);

έχω έξοδο — получать увольнение;

έξοδ από τού στρατού — увольнение из армии, демобилизация;

εθελουσία έξοδος υπαλλήλων — увольнение служащих по собственному желанию;

έξοδ από το νοσοκομείο — выписка из больницы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "έξοδος" в других словарях:

  • ἔξοδος — 1 going out fem nom sg ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π …   Dictionary of Greek

  • έξοδος — η 1. η μετάβαση από μέσα προς τα έξω, το έβγα:Του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα. 2. το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος: Η έξοδος του θεάτρου. 3. το τέρμα στενής διόδου ή σήραγγας: Η έξοδος του τούνελ. 4. επίθεση που επιχειρούν πολιορκημένοι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θεραπευτική Κοινότητα Έξοδος — Οικισμός (61 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γιάννουλης …   Dictionary of Greek

  • Μεσολγγίου, Έξοδος — Βλ. λ. Μεσολόγγι (Ιστορία) …   Dictionary of Greek

  • ἐξόδω — ἔξοδος 1 going out fem nom/voc/acc dual ἔξοδος 1 going out fem gen sg (doric aeolic) ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόδως — ἔξοδος 1 going out fem acc pl (doric) ἔξοδος 2 promoting the passage adverbial ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξοδον — ἔξοδος 1 going out fem acc sg ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem acc sg ἔξοδος 2 promoting the passage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόδοις — ἔξοδος 1 going out fem dat pl ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόδοισι — ἔξοδος 1 going out fem dat pl (epic ionic aeolic) ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόδοισιν — ἔξοδος 1 going out fem dat pl (epic ionic aeolic) ἔξοδος 2 promoting the passage masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»